παιγνιόχαρτο — το το χαρτί της τράπουλας: Η τράπουλα έχει 52 παιγνιόχαρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπαικτος — κ. άπαιχτος, η, ο (Μ ἄπαικτος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος που δεν παίχτηκε («ἔργο ἄπαιχτο») ή που δεν έχει παρασταθεί στο θέατρο 2. (για παιγνιόχαρτο) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη στο παιγνίδι μσν. ακατάλληλος για αστεϊσμό … Dictionary of Greek
δεκάρι — το 1. ποσότητα δέκα ομοειδών πραγμάτων, δεκάδα («ένα δεκάρι χαρτοφάκελα») 2. νόμισμα δεκάδραχμο, το δεκάρικο 3. το παιγνιόχαρτο που έχει δέκα έγχρωμα σήματα («δεκάρι καρό, κούπα σπαθί, μπαστούνι», «ρίξε ένα δεκάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα +… … Dictionary of Greek
πεντάρι — το 1. νόμισμα αξίας πέντε λεπτών τής δραχμής, τάλιρο 2. σύνολο πέντε χαρτονομισμάτων τής ίδιας αξίας και, γενικά, ποσότητα πέντε ομοειδών πραγμάτων, πεντάδα 3. το αριθμητικό ψηφίο πέντε 4. παιγνιόχαρτο που έχει πέντε ομοιόχρωμα σήματα 5.… … Dictionary of Greek
τεσσάρι — Παλαιό χρυσό αυστριακό νόμισμα, τετραπλό δουκάτο, βάρους 13,960 γρ. χρυσού, ισότιμο με 47,41 χρυσά φράγκα της εποχής. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως για στόλισμα οι γυναίκες. Τ. λεγόταν και παλαιό χρυσό ισπανικό νόμισμα, τετραπλάσιο της πιστόλας. Είχε … Dictionary of Greek
χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… … Dictionary of Greek